Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευοψωνία — εὐοψωνία, ἡ (Α) εὐοψία (I)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οψωνία «αγορά τροφίμων»] … Dictionary of Greek
εὐοψωνίαν — εὐοψωνίᾱν , εὐοψωνία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)